- πολυφυλετισμός
- ο, Νβιολ. χαρακτηριστικό τών ταξινομικών ομάδων τών οποίων τα είδη δεν κατάγονται από έναν μοναδικό αρχέτυπο, αλλά σχηματίζουν διαφορετικές φυλογενετικές σειρές, προερχόμενες από διαφορετικούς αρχετύπους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. polyphyletism < polyphylet- (πρβλ. πολυφυλετ-ικός) + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.